- φώνηση
- η / φώνησις, -ήσεως, ΝΑ [φωνῶ]παραγωγή φωνήςνεοελλ.1. φυσιολ. το σύνολο τών ανατομοφυσιολογικών διεργασιών που συντελούν στην παραγωγή τής φωνής και, γενικότερα, τού λόγου2. ζωολ. τρόπος επικοινωνίας τών ζώων, που βασίζεται στην εκπομπή και λήψη παλμών ηχητικής, υποηχητικής ή υπερηχητικής συχνότητας.
Dictionary of Greek. 2013.